- καταθηλύνω
- καταθηλύνω (Α)1. κάνω κάποιον μαλθακό σαν γυναίκα2. μέσ. καταθηλύνομαιμαλακώνω («καρποὶ κατατεθηλυσμένοι» — καρποί μαλακοί, υπερώριμοι, Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θηλύνω (< θῆλυς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατεθηλυμμένος — καταθηλύνω make womanish perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθήλυνε — καταθήλῡνε , καταθηλύνω make womanish pres imperat act 2nd sg καταθήλῡνε , καταθηλύνω make womanish pres imperat act 2nd sg καταθήλῡνε , καταθηλύνω make womanish aor ind act 3rd sg (homeric ionic) καταθήλῡνε , καταθηλύνω make womanish imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθηλυνόμενον — καταθηλῡνόμενον , καταθηλύνω make womanish pres part mp masc acc sg καταθηλῡνόμενον , καταθηλύνω make womanish pres part mp neut nom/voc/acc sg καταθηλῡνόμενον , καταθηλύνω make womanish pres part mp masc acc sg καταθηλῡνόμενον , καταθηλύνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθηλύναντα — καταθηλύ̱ναντα , καταθηλύνω make womanish aor part act neut nom/voc/acc pl καταθηλύ̱ναντα , καταθηλύνω make womanish aor part act masc acc sg καταθηλύ̱ναντα , καταθηλύνω make womanish aor part act neut nom/voc/acc pl καταθηλύ̱ναντα , καταθηλύνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθηλύνετο — κατεθηλύ̱νετο , καταθηλύνω make womanish imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)